Η εκκλησία της Αγίας Φωτεινής δεν βρίσκεται πάνω σε κεντρικό δρόμο, βρίσκεται χτισμένη απέναντι από τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μαντίνειας, μέσα στον κάμπο, 13 χιλιόμετρα βόρεια της Τρίπολης, οπότε για να την δεις πρέπει να κάνεις τον κόπο να πας μέχρι εκεί.
Κατεβαίνοντας από Αθήνα την εθνική οδό Αθηνών-Τριπόλεως, μετά διόδια της Νεστάνης στρίβεις δεξιά προς Λεβίδι, Βυτίνα, Αρχαία Ολυμπία και σε τρία χιλιόμετρα πάλι δεξιά, προς Αρχαία Μαντίνεια [πρόσεχε να μην προσπεράσεις την ταμπέλα]. Σε τρία χιλιόμετρα συναντάς στο αριστερό σου χέρι την Αγία Φωτεινή.
Η Αγία Φωτεινή είναι ένα κτίριο που διχάζει και ο καθένας το βλέπει με τον δικό του τρόπο. Και ανάλογα με τα γούστα του, μπορεί να το χαρακτηρίσει από εντυπωσιακό και αριστούργημα μέχρι κακόγουστο και έκτρωμα [εμείς είμαστε με τους πρώτους].
Η αλήθεια είναι ότι όμοιό του δεν συναντάς πουθενά στην Ελλάδα, δεν μπορείς να το κατατάξεις σε κάποια συγκεκριμένη αρχιτεκτονική και με έναν παράξενο τρόπο συνδυάζει στοιχεία της αρχαίας Ελλάδας με το χριστιανικό πνεύμα, όπως τα εμπνεύστηκε και τα υλοποίησε ο δημιουργός του, ο μέγας Κώστας Παπαθεοδώρου, αρχιτέκτονας, ζωγράφος και αγιογράφος που σίγουρα δεν έχει εκτιμηθεί ακόμα όσο του αξίζει.
Το χρονικό της δημιουργία της εκκλησίας που ξεκίνησε λίγο πριν το 1970 και ολοκληρώθηκε –εξωτερικά- το 1973 έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Η παραγγελία έγινε από τον Μαντινειακό Σύνδεσμο που έψαχναν κάποιον αρχιτέκτονα να τους χτίσει έναν ναό μεγαλοπρεπή και ξεχωριστό και, ακόμα και σήμερα, η επιλογή του Παπαθεοδώρου δεν φαίνεται απλά επαναστατική αλλά εξωφρενική. Κανείς δεν ξέρει πώς τα μέλη ενός τόσο συντηρητικού διοικητικού συμβουλίου τον επέλεξαν και του εμπιστεύτηκαν ένα τόσο τολμηρό σχέδιο σε μια περιοχή ιστορικής σημασίας όπως η Αρχαία Μαντίνεια και μάλιστα μέσα στην χούντα.
Ο Παπαθεοδώρου που ήταν μαθητής του Πικιώνη, την εποχή που τον προσέγγισαν δούλευε στο Υπουργείο Πολιτισμού πλάι στον αείμνηστο Σπύρο Μαρινάτο, θέση αξιοζήλευτη την εποχή εκείνη. Για να δουλέψει στη δημιουργία της Αγίας Φωτεινής παραιτήθηκε από τη θέση στο υπουργείο και αφοσιώθηκε σε αυτή ολοκληρωτικά, θωρώντας την έργο ζωής. Και ήταν.
«Για μένα αυτό ήταν όνειρο ζωής» λέει ο ίδιος. «Όταν είδα την περιοχή με τα αυτοσχέδια καλυβάκια, τις αχυρένιες στέγες, το πράσινο, είπα ότι πρόκειται για το ιδανικό σημείο. Σε έναν χώρο που περιβάλλεται από το Μαίναλο, το Αρτεμίσιο, το όρος όπου ο Ηρακλής καθάρισε την κόπρο του Αυγεία, μια περιοχή με απλότητα, φτωχικότητα και αφέλεια που επεδίωκα μέσα από το έργο μου. Αυτό το ταπεινό και το απλοϊκό είμαστε ή τουλάχιστον ήμασταν εμείς οι Έλληνες. Και, εξάλλου, ο τόπος λατρείας του Θεού δεν χρειάζεται να είναι πολύπλοκος».
Όσοι έζησαν από κοντά την ανέγερση του ναού αναφέρουν ότι ο αρχιτέκτονας «άλλοτε τριγύριζε ανάμεσα στα χώματα της Μαντινείας και άλλοτε περιπλανιόταν μοναχός στα στενά της Τρίπολης. Ξεδιάλεγε από τις μάντρες παλαιά υλικά, τα έπαιρνε μαζί του κι έπειτα τα σμίλευε με τα χέρια για να βρουν τη θέση τους στο οικοδόμημα που έμελλε να σημαδέψει την πορεία του. Ήταν ένας παράξενος άνθρωπος. Για έξι μήνες ζούσε σε ένα αντίσκηνο δίπλα στο κτίσμα του, ώστε να μη χάνει πολύτιμο χρόνο, αφού εργαζόταν εκεί ολόκληρη την ημέρα, παρέα με λίγους ανειδίκευτους εργάτες από τα γύρω χωριά».
Athensmagazine.gr