Στα ύψη κινούνται οι τιμές των βασικών συστατικών της χωριάτικης σαλάτας
Ενώ άνθρωποι, σπίτια, καλλιέργειες και επιχειρήσεις συνεχίζουν να βουλιάζουν στα λασπόνερα, κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ούτε πόσο βαθιά είναι η «πληγή» στον πρωτογενή τομέα της χώρας από την καταστροφή του Θεσσαλικού κάμπου ούτε ποιος θα είναι ο τελικός λογαριασμός της φονικής κακοκαιρίας Daniel.
Το μόνο σίγουρο είναι η απορρύθμιση της αγοράς τροφίμων. Για πόσο; Ουδείς γνωρίζει αυτή τη στιγμή. Αν και υπάρχουν αρκετοί, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η «αναποδιά» θα διαρκέσει μόνο για κάποιους μήνες, θεωρείται βέβαιο ότι οι ελλείψεις «σπέρνουν» ανατιμήσεις, με τις εισαγωγές να μεγεθύνονται και τις όποιες ελπίδες για αποκλιμάκωση των τιμών –έστω κι από του χρόνου– να «πνίγονται».
Μάλιστα, ήδη έχουν προκύψει φαινόμενα εξωφρενικών τιμών στις λαϊκές αγορές σε Λάρισα και Καρδίτσα, ενώ υψηλές τιμές καταγράφονται και στην Αθήνα. Ταυτόχρονα, εκπρόσωποι των καταναλωτικών οργανώσεων καταγγέλλουν κερδοσκοπικά παιχνίδια ακόμη και με τη δημιουργία τεχνητής έλλειψης.
Κι αν τα λαχανικά έχουν κοστολογικά το μικρότερο βάρος στον «δείκτη», δυσοίωνες είναι προβλέψεις για τη φέτα και το ελαιόλαδο που είναι ακριβότερα συστατικά.
Πριν λοιπόν η καταιγίδα των ανατιμήσεων ενταθεί και επεκταθεί, το υπουργείο Ανάπτυξης επέβαλε πλαφόν στο εμφιαλωμένο νερό και σε ό,τι αφορά τη γενικότερη ακρίβεια βάζει αναχώματα σε δύο μέτωπα: αυξημένους ελέγχους από τη ΔΙΜΕΑ σε όλα τα κανάλια πώλησης (λαϊκές αγορές, σούπερ μάρκετ, παντοπωλεία κ.λπ.) και αξιοποίηση της ρύθμισης για υπερβολικό περιθώριο κέρδους, όπου εκτός από την ΔΙΜΕΑ αρχίζει να ασχολείται και η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Όλο και πιο ακριβά γίνονται τα υλικά για την παραδοσιακή ελληνική σαλάτα…
Ο δείκτης… της χωριάτικης σαλάτας
Πάντως με πλαφόν ή χωρίς, ο δείκτης… της χωριάτικης σαλάτας, όπως και άλλων «ταπεινών», πλην χαρακτηριστικών, ελληνικών εδεσμάτων, βλέπε σουβλάκι, φακές κ.ά., αποτυπώνει το παρόν και το μέλλον των τιμών, όταν ήδη ο πληθωρισμός των τροφίμων «τρέχει» με διψήφιο ποσοστό σταθερά από τον Μάρτιο του 2022 κι έπειτα.
Ήδη, σε κάποια από τα συστατικά της χωριάτικης σαλάτας, όπως οι ντομάτες, οι πιπεριές και τα αγγούρια, οι τιμές χονδρικής ανέβηκαν έως και 75% υψηλότερα ελάχιστες μέρες μετά την καταστροφική κακοκαιρία Daniel και σταδιακά οι αυξήσεις μεταφέρονται στη λιανική.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Οργανισμού Κεντρικών Αγορών και Αλιείας, οι εγχώριες ντομάτες πωλούνταν στο χονδρεμπόριο 0,90 ευρώ το κιλό στις 4 Σεπτεμβρίου ενώ στις 14 έφθασαν 1,50 το κιλό (+66,7%).
Ακριβότερα πωλούνται επίσης και οι εισαγόμενες ντομάτες. Τη Δευτέρα πριν από την κακοκαιρία η επικρατούσα τιμή χονδρικής ήταν 1 ευρώ/κιλό ενώ στις 14 Σεπτεμβρίου ανήλθε σε 1,50 ευρώ/κιλό.
Τα αγγούρια από τα 40 λεπτά (το ζευγάρι) στις 4 Σεπτεμβρίου, ανέβηκαν στα 45 λεπτά μια εβδομάδα μετά, και στις 14 Σεπτεμβρίου έφτασαν στα 70 λεπτά, ενώ οι πιπεριές από 0,90 πήγαν στο 1 ευρώ το κιλό.
Στα ύψη έχει φτάσει το καλάθι της λαϊκής, ακόμα και για τα μέχρι πρόσφατα φθηνά υλικά της χωριάτικης σαλάτας.
Το βάρος της φέτας
Κι αν τα λαχανικά έχουν κοστολογικά το μικρότερο βάρος στον «δείκτη», δυσοίωνες είναι προβλέψεις για τη φέτα και το ελαιόλαδο που είναι ακριβότερα συστατικά.
Με χιλιάδες πρόβατα και γίδια νεκρά (έχουν δηλωθεί απώλειες σχεδόν 62.000 ζώων) το εγχώριο «χρηματιστήριο» τιμών στη φέτα ετοιμάζεται για νέο ράλι, με παράγοντες της αγοράς να μην αποκλείουν τους επόμενους μήνες η τιμή της να αγγίξει ακόμη και τα 20 ευρώ το κιλό.
Παρ’ ότι η φέτα, ένα από τα πολυτιμότερα assets των ελληνικών εξαγωγών, μπορεί να παραχθεί σε άλλες έξι περιφέρειες, η Θεσσαλία διακρίνεται, τόσο στην παραγωγή πρώτης ύλης (πρώτη σε πρόβειο γάλα, δεύτερη σε κατσικίσιο), όσο και στην παραγωγή τυριού (πρώτη περιφέρεια με 40% της παραγωγής μαλακού τυριού και του 23% της παραγωγής σκληρών τυριών).
Έτσι η απώλεια χιλιάδων αιγοπροβάτων στον Θεσσαλικό κάμπο, σημαίνει ότι μέχρι να καλυφθεί το κενό (αν καλυφθεί, αφού το κόστος για μια μεσαία κτηνοτροφική μονάδα με 400 πρόβατα κυμαίνεται σε τουλάχιστον 200.000 ευρώ) η παραγωγή φέτας θα είναι μειωμένη. Οι πρώτες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για μείωση μέχρι και 15%. Ταυτόχρονα, η τιμή της πρώτης ύλης θα αυξηθεί σημαντικά, το ίδιο και η τελική τιμή του προϊόντος, που ήδη έχει σκαρφαλώσει σε ύψη δυσθεώρητα.
«Η τιμή της φέτας έχει αυξηθεί 50% από την Άνοιξη του 2022» αναφέρει στο Βήμα, ο κος Τάκης Σαράντης, πρόεδρος του ομίλου Ελληνικά Γαλακτοκομεία (ΤΥΡΑΣ, Όλυμπος, Ροδόπη, Δουμπιά, Κλιάφα). «Εάν έχει τιμή το γάλα (σ.σ. τιμή παραγωγού) μέχρι την ερχόμενη Άνοιξη, πιθανόν η φέτα να ακριβύνει ένα 10%, όχι παραπάνω. Η αγορά θα ισορροπήσει» διαβεβαιώνει, συμπληρώνοντας ότι κλάδος θα μπορεί να αναπληρώσει σε εύλογο χρονικό διάστημα την απώλεια της πρωτογενούς παραγωγής.
Το εργοστάσιο της ΤΥΡΑΣ στο 5ο χλμ Τρικάλων – Πύλης πλημμύρισε και σύμφωνα με τον κο Σαράντη γίνονται πολύ μεγάλες προσπάθειες να ξαναλειτουργήσει στο τέλος της ερχόμενης εβδομάδας.
Εκτός της παραγωγικής μονάδας της ΤΥΡΑΣ όπου παράγονται το σύνολο των τυροκομικών προϊόντων της εταιρείας και των προϊόντων γιαούρτης, πλημμύρισε και η Βιομηχανία Γάλακτος La Farm, στο 6ο χλμ Τρικάλων- Πύλης, όπως και η τυροκομική μονάδα Διβάνη.
Επίσης οι εγκαταστάσεις της Del Monte, μία από τις κορυφαίες, παγκοσμίως, καθετοποιημένες μονάδες παραγωγής, εμπορίας και διανομής νωπών και φρεσκοκομμένων φρούτων και λαχανικών, υπέστησαν σημαντικές ζημιές, όπως και η εταιρεία επεξεργασίας, τυποποίησης και εξαγωγής τροφίμων Intercomm Foods.
Επιπλέον στη Λάρισα ζημιές έπαθαν το εργοστάσιο της χαλβαδοποιiας Όλυμπος της οικογένειας Παπαγιάννη, ενώ καταστράφηκε ολοσχερώς η τυροκομική μονάδα της «Βασιλίτσας», στη Νέα Λεύκη, έξω από τη Λάρισα. Ορισμένες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό των επιχειρήσεων που έχουν πληγεί γύρω στις 150.
Είδος πολυτελείας πλησιάζει να γίνει το ελαιόλαδο και η φέτα.
Το «χρυσό» ελαιόλαδο
Την ίδια ώρα άσχετα με τον Daniel, αλλά εντελώς σχετικά με την κλιματική κρίση «χρυσό θα πληρώνουν οι καταναλωτές και το ελαιόλαδο, καθώς σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις η παραγωγή θα μειωθεί από τους 340.000 τόνους στους 150.000- 180.000 τόνους.
Ήδη, οι παραγωγοί πωλούν το χύμα ελαιόλαδο στα 150-170 ευρώ τον τενεκέ από 60-80 ευρώ που ήταν μέχρι πριν από δύο χρόνια, ενώ στη λιανική η τιμή έχει ξεπεράσει τα 10 ευρώ το λίτρο.
in.gr