Ο οπλίτης Μπουκουβάλας Γεώργιος του Δημητρίου έπεσε μαχόμενος για την πατρίδα, στις 5:30 το ξημέρωμα της 28ης
Οκτωβρίου 1940.Εκείνο το ξημέρωμα, τον βρήκε μέσα στο χαράκωμα, στο ξωκλήσι του Άη Γιώργη στο Αηδονοχώρι της Κόνιτσας. Υπηρετούσε στο επιστρατευμένο 51ο Σύνταγμα Πεζικού.
Μέσα από μαρτυρίες, το ΑΠΕ-ΜΠΕ ακολούθησε μαζί με το Δημήτρη Μαλάμη από το Αηδονοχώρι, τα τελευταία βήματα του ηρωικού οπλίτη, που καταγράφεται ως ένας από τους τρεις πρώτους νεκρούς του μετώπου.
Ένα προσκυνητάρι με ένα αναμμένο καντήλι, στο σημείο όπου τραυματίστηκε θανάσιμα ο Γεώργιος Μπουκουβάλας αποδίδει ευγνωμοσύνη και τιμή στους άγνωστους ήρωες του Έπους του 1940.
Από την Καστρίτσα στην πρώτη γραμμή
Ο συγχωριανός του κ. Σάββας Σιάτρας, μεταφέρει τα τελευταία του λόγια στο χωριό.
«Όπως μου έλεγε και μολογούσε η μητέρα μου, στις 27 Οκτώβρη, γυρίζοντας από το αμπέλι με τα σταφύλια φορτωμένα στο γαϊδούρι, συνάντησε τον Γιώργο, ήταν βιαστικός και του είπε.
“-Τι γίνεται Γιώργο;
-Τι να γίνει Πανάγιω, με το πρώτο μπαμ”.
Πήγαινε ολοταχώς για την μονάδα του. Επί της παραμεθορίου στην Κόνιτσα, στο Αηδονοχώρι. Ο Γιώργος Μπουκουβάλας ήταν ήδη από το καλοκαίρι του 1940 επιστρατευμένος και είχε πάρει άδεια για να γιορτάσει του Αγίου Δημητρίου τον πατέρα του, αλλά και τον ένα χρόνο γάμου του με την σύζυγό του».
Τα λόγια του οπλίτη, αποδείχτηκαν προφητικά.
Στην γραμμή προκαλύψεως στο Αηδονοχώρι
Φτάνοντας στην Κόνιτσα, η θέση του, είναι στα ορύγματα στο ξωκλήσι του Αη Γιώργη στο Αηδονοχώρι. Εκεί έπεσαν οι πρώτες οβίδες των Ιταλών. Ο Γιώργος Μπουκουβάλας τραυματίστηκε θανάσιμαστο χαράκωμα.Η μαρτύρια του υπερήλικα Δημήτρης Μπόνιου συνταξιούχου στρατιωτικού, για εκείνο το πρωινό στο Αηδονοχώρι είναι αποκαλυπτική:
«Το ξημέρωμα εκείνο μας βρήκε κάτω από τις Λακιές, το ύψωμα όπου είχε στηθεί γραμμή άμυνας στου στρατού. Κάποιοι από το χωριό μαζί η οικογένεια μου βρεθήκαμε εκεί για προστασία. Βομβάρδιζαν τα ιταλικά κανόνια από το αλβανικό έδαφος.
Περνούσαν οι οβίδες πάνω από τα κεφάλια. Φώναζαν όλοι να γίνει συσκότιση στο χωριό για να μην βλέπουν. Σβήστε τους φανούς. Το χωριό οργανώθηκε Η μάνα μου είχε τα ζώα στο δάσος. Πήγαμε σπίτι και πήραμε ό,τι μπορούσαμε για να φύγουμε Δύσκολη πορεία. Στην ανηφόρα του Αη- Λιά πέταξε τον μπόγο που ήταν φορτωμένη.
Τον έκρυψε μέσα στο δάσος σε ένα δένδρο. Με 4 παιδιά στα χέρια δεν μπορούσε να περπατήσει. Συνεχίσαμε μέσα από μονοπάτια και την 3η μέρα φτάσαμε στα Ζαγοροχώρια.
Στη Δοβρά, συναντήσαμε το τάγμα που ήταν στο χωριό. Είχε δοθεί εντολή οι δυνάμεις να συμπτυχτούν στα μετόπισθεν στην αμυντική γραμμή Κατσιμήτρου».
Στο Αηδονοχώρι Κόνιτσας μπήκε νωρίς το πρωί ο Ιταλός κατακτητής.
Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία του Απόστολου Νάτση στον Γεώργιο Δονόπουλο, ο οποίος μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο στρατιώτης χτυπήθηκε ΒΔ του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου στην θέση Μέγα Λόγγος, σε δύσβατο πλέον σήμερα σημείο.
«Ο 10χρονος τότε Απόστολος Νάτσης, κατέβαινε από το βουνό όπου βρίσκονταν μαζί με άλλους συγχωριανούς για να πάρει λίγο αλεύρι και σκεπάσματα από το σπίτι. Ένας Ιταλός στρατιώτης, μπαίνοντας στο χωριό τον συνάντησε και του είπε. “Εκεί, στην μικρή εκκλησία έχετε έναν νεκρό δικό σας”. Το αγόρι γύρισε πίσω και τον βρήκε. Μαζί με την μητέρα του τον έθαψαν στο χαράκωμα. Στο σημείο βρίσκεται ένα μικρό προσκυνητάρι. Όλοι ανάβουν ακόμη και σήμερα εκεί, ένα κεράκι στην μνήμη του».
Η επιστροφή στην Καρίτσα
Ο οπλίτης Μπουκουβάλας, έμεινε για 7 χρόνια θαμμένος στο Αηδονοχώρι. Για τους κατοίκους του χωριού όπως μας λένε ήταν «το δικό τους παλικάρι».
Το 1947 η οικογένεια μετέφερε τα οστά του στην Καρίτσα.
«Οι καμπάνες, κτυπούσαν πένθιμα όλη την ημέρα. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον θρήνο και το μοιρολόι εκείνη την ημέρα», θυμάται η κόρη της αδελφής του, Διονυσία Τσιούρη που ήταν τότε κοριτσάκι.
Ο πατέρας του ήρωα, Δημήτριος Μπουκουβάλας τιμώντας την μνήμη του, πρόσθεσε μια καμάρα στο καμπαναριό της εκκλησίας στην Καρίτσα.
Η ανιψιά του Διονυσία Τσιούρη αναθέτει στον γλύπτη Θόδωρο Παπαγιάννη να φιλοτεχνήσει το ορειχάλκινο άγαλμα του πεσόντα στο μέτωπο. Το 1998 τοποθετείται στην πλατεία της Καρίτσας και γίνονται τα αποκαλυπτήρια με όλες τις τιμές.
Ο Γιώργος Μπουκουβάλας, ήταν δικηγόρος και γεννήθηκε το 1906 στην Kαρίτσα Ιωαννίνων.
Φοίτησε στο σχολείο του χωριού του. Παρά τις δυσκολίες και την φτώχεια της οικογένειας του, κατάφερε και σπούδασε στην Νομική Αθηνών. Για να τα βγάλει πέρα με τις σπουδές, το πρωί δούλευε σε τεχνικό γραφείο και το απόγευμα σε καφενείο. Άσκησε το επάγγελμα του στο Ειρηνοδικείο Ζίτσας.
Τον Αύγουστο του 1940, επιστρατεύτηκε λόγω των γεγονότων της περιόδου.
ΑΠΕ-ΜΠΕ