Επί αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου ήταν γνωστοί ως Ρωμαίοι, και πάντα οι γείτονές τους στη Δύση θα τους έλεγαν Γραικούς, ενώ στην ΑνατολήΑλ Ρουμ (Ρωμαίοι). Η αρχή κάθε ιστορικής εποχής συνοδευόταν από νέο όνομα, είτε απολύτως καινούριο, είτε παλαιό και ξεχασμένο, όνομα από την παράδοση ή δανεισμένο από τους ξένους. Κάθε ένα από αυτά ήταν σημαντικό στην εποχή του και όλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν με αλλαγές, και πιθανότατα γι` αυτό οι Έλληνες είναι πολυώνυμος λαός.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου, οι ελληνικές συμμαχικές δυνάμεις περιγράφονται με τρία διαφορετικά ονόματα: Αργείοι, Δαναοί και Αχαιοί, και όλα με την ίδια έννοια. Από τα παραπάνω ο πρώτος τύπος χρησιμοποιείται 170 τουλάχιστον φορές, ο δεύτερος 148 και ο τρίτος 598 φορές.
Οι Αργείοι είναι πολιτικός όρος που προέρχεται από την αρχική πρωτεύουσα των Αχαιών, το Άργος. Οι Δαναοί είναι το όνομα που αποδίδεται στη φυλή που εξουσιάζει αρχικά την Πελοπόννησο και την περιοχή κοντά στο Άργος. Αχαιοί ονομάζεται η φυλή που, ενισχυμένη από τους Αιολείς, κυριάρχησε πρώτη στα ελληνικά εδάφη, επικεντρωμένοι γύρω από την πρωτεύουσά τους, τις Μυκήνες.
Κατά την διάρκεια του Τρωικού Πολέμου, οι Έλληνες ήταν μια σχετικά μικρή αλλά δυνατή φυλή στην Φθία της Θεσσαλίας, συγκεντρωμένοι στις πόλεις Άλος, Αλώπη, Τροιχίνα και στο Πελασγικό Άργος
Διάφορες ετυμολογίες που έχουν προταθεί για τη λέξη Έλληνας, αλλά καμία δεν είναι ευρέως αποδεκτή -Σαλ, προσεύχομαι` έλλ, ορεινός` σελ, φωτίζω. Μια πιό πρόσφατη μελέτη συνδέει το όνομα με την πόλη Ελλάς, δίπλα στον ποταμό Σπερχειό, που λεγόταν επίσης Ελλάς στην αρχαιότητα.
Ωστόσο, είναι γνωστό με σιγουριά ότι οι Έλληνες έχουν σχέση με τους Σελλούς, τους ιερείς της Δωδώνης στην Ήπειρο. Ο Όμηρος περιγράφει τον Αχιλλέα να προσεύχεται στον Δωδώνιο Δία ως τον αρχέγονο Θεό: «Βασιλέα Ζευ, φώναξε, Άρχοντα της Δωδώνης, θεέ των Πελασγών, που κατοικούν μακριά, που έχεις τη χειμωνιάτικη Δωδώνη κάτω από την εξουσία σου, όπου οι Ιερείς σου οι Σελλοί κατοικούν γύρω σου με τα πόδια τους άπλυτα και τα καταλύματά τους πάνω στο έδαφος
Ο Πτολεμαίος αποκαλεί την Ήπειρο αρχέγονη Ελλάδα και ο Αριστοτέλης αναφέρει για την ίδια περιοχή ότι συνέβη ένας αρχαίος κατακλυσμός «στην αρχαία Ελλάδα, μεταξύ της Δωδώνης και του Αχελώου ποταμού […], τη γη που κατείχαν οι Σελλοί και οι Γραικοί, που αργότερα θα γίνονταν γνωστοί ως Έλληνες», (οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δ` Έλληνες). Η θέση, συνεπώς, ότι οι Έλληνες ήταν φυλή από την Ήπειρο η οποία αργότερα μετανάστευσε προς τα νότια στην Φθία της Θεσσαλίας, επαληθεύεται. Η επέκταση μιας συγκεκριμένης λατρείας του Δία στη Δωδώνη, η τάση των Ελλήνων να σχηματίζουν ακόμη μεγαλύτερες κοινότητες και αμφικτυονίες, καθώς και η αυξανόμενη δημοτικότητα της λατρείας των Δελφών, είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση του ονόματος στην υπόλοιπη ελληνική χερσόνησο, αργότερα πέρα από το Αιγαίο πέλαγος, στην Μικρά Ασία και τελικά προς δυσμάς στη Σικελία και τη νότια Ιταλία, οι οποίες ήταν γνωστές με τον όρο Μεγάλη Ελλάδα.
Η λέξη Έλληνες με την ευρύτερη σημασία της απαντάται για πρώτη φορά σε μια επιγραφή αφιερωμένη στον Ηρακλή για τη νίκη του στις Αμφικτυονίες και αναφέρεται στην 48η Ολυμπιάδα (584 π.Χ.). Φαίνεται πως παρουσιάστηκε τον 8ο αιώνα π.Χ. με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και σταδιακά καθιερώθηκε μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ.
Μετά τον πόλεμο εναντίον των Περσών, αναρτήθηκε επιγραφή στους Δελφούς για τη νίκη εναντίον των Περσών η οποία υμνεί τον Παυσανία ως αρχηγό των Ελλήνων. Η συνείδηση της πανελλήνιας ενότητας προωθείτο μέσω θρησκευτικών εκδηλώσεων, με σημαντικότερη τα Ελευσίνια Μυστήρια, στην οποία οι μυημένοι έπρεπε να μιλούν ελληνικά, και βέβαια μέσω της συμμετοχής στους τέσσεριςΠανελλήνιους Αγώνες, όπως ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Απαγορευόταν η συμμετοχή στις γυναίκες και στους μη-Έλληνες. Ορισμένες εξαιρέσεις σημειώθηκαν πολύ αργότερα, όπως για παράδειγμα για τον Αυτοκράτορα Νέρωνα και ήταν αδιαμφισβήτητα ένδειξη της ρωμαϊκής ηγεμονίας.
Η ανάπτυξη μυθολογικών γενεαλογιών από επώνυμους ιδρυτές, πολύ αργότερα μετά τη μετανάστευση προς τα νότια Αχαιών, Ιώνων, Αιολέων και Δωριέων, επηρέασε το πώς αντιμετωπίζονταν οι βορειότερες φυλές. Κατά τον Τρωικό Πόλεμο, οι Ηπειρώτες, οι Μολοσσοί και οι Μακεδόνες δε θεωρούνταν Έλληνες, καθώς οι λαοί με αυτές τις ονομασίες δεν ήταν τότε παρά μια μικρή φυλή στη Θεσσαλία, μέλος της οποίας ήταν ο Αχιλλέας. Ωστόσο, ακόμα κι όταν η ονομασία επεκτάθηκε, καλύπτοντας όλους τους λαούς νότια του Ολύμπου, οι βορειότεροι λαοί με τις ίδιες ρίζες δεν αποκαλούνταν έτσι. Ένας λόγος ήταν η άρνησή τους να συμμετάσχουν στους Περσικούς Πολέμους. Ωστόσο, αντιπρόσωποι των φυλών αυτών είχαν γίνει δεκτοί στους Ολυμπιακούς Αγώνες και διαγωνίστηκαν μαζί με άλλους Έλληνες. Ο Θουκυδίδης αποκαλεί βαρβάρους τους Ακαρνάνες, τους Αιτωλούς, τους Ηπειρώτες και τους Μακεδόνες, αλλά το επιχειρεί σε καθαρά γλωσσικό πλαίσιο. Όταν ο ρήτοραςΔημοσθένης αποκαλεί τους Μακεδόνες χειρότερους από βαρβάρους στον Γ` Φιλιππικό, το κάνει με σεβασμό στον πολιτισμό τους, ο οποίος απλώς δε συμβαδίζει με τα κοινά ελληνικά πρότυπα. Από την άλλη πλευρά, ο Πολύβιος θεωρεί τις φυλές της δυτικής Ελλάδας, Ηπείρου και Μακεδονίας αμιγώς ελληνικές.
Στους επόμενους αιώνες, ο «Έλληνας» απέκτησε ευρύτερη έννοια, συμβολίζοντας όλους τους πολιτισμένους, ενώ το αντίθετο, «βάρβαρος», αντιπροσώπευε τους απολίτιστους.
Το πρώτο πράγμα που οι ελληνικές φυλές παρατήρησαν ήταν το γεγονός της διαφορετικότητας στην ομιλία με τους γειτονικούς λαούς. Στο γεγονός αυτό βασίζεται ουσιαστικά και ο χαρακτηρισμός βάρβαρος, ο ομιλών ξενική γλώσσα ως προς τους Έλληνες. Ο όρος «βάρβαρος» θεωρείται ότι προέρχεται από τη προσπάθεια απόδοσης της ξενικής αυτής ομιλίας, βάσει της ερμηνείας των παραγόμενων ήχων (bar-bar), που έφτανε στα αυτιά των διαφόρων ελληνικών φυλών ως κάποιο είδος ψευδισμού. Αυτό αλήθευε και για τους Αιγύπτιους, που, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αποκαλούσαν βαρβάρους όλους όσοι μιλούσαν διαφορετική γλώσσα, και για τους Σλάβους πιο πρόσφατα, οι οποίοι αποκαλούσαν τους Γερμανούς με το όνομα nemec, που σημαίνει τραυλός . Ο Αριστοφάνηςστους Όρνιθες αποκαλεί τον αγράμματο επιστάτη βάρβαρο, ο οποίος όμως έμαθε στα πουλιά να μιλάνε . Τελικά, ο όρος επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον τρόπο ζωής των ξένων, ταυτίστηκε δηλαδή με τους όρους “αγράμματος” ή «απολίτιστος». Έτσι, «ένας αγράμματος άνθρωπος είναι κι αυτός βάρβαρος» . Σύμφωνα με τον Διονύσιο της Αλικαρνασσού, ένας Έλληνας διέφερε από έναν βάρβαρο σε τέσσερα σημεία: εκλεπτυσμένη γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία και νόμους . Η ελληνική εκπαίδευση έγινε συνώνυμη με την ευγενή ανατροφή. Ο Απόστολος Παύλος το θεωρούσε υποχρέωσή του να κηρύξει σε όλους τους λαούς το Ευαγγέλιο, «Έλληνες και βαρβάρους, σοφούς και ανόητους».
Η διάκριση ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους διήρκεσε μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. Ο Ευριπίδης θεωρούσε λογικό να κυριαρχήσουν οι Έλληνες στους βαρβάρους, γιατί οι πρώτοι προορίζονταν για ελευθερία, ενώ οι δεύτεροι για σκλαβιά . Ο Αριστοτέλης κατέληξε στο συμπέρασμα πως “η φύση ενός βαρβάρου κι ενός δούλου είναι ένα και το αυτό” . Η φυλετική διαφοροποίηση άρχισε να ξεθωριάζει με τη διδασκαλία των Στωικών, που δίδασκαν πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι στον Θεό κι έτσι από τη φύση τους δεν μπορεί να υπάρχει ανισότητα μεταξύ τους. Με τον καιρό, η ονομασία Έλληνας έγινε σημάδι διανόησης κι όχι καταγωγής, όπως είπε κι ο Ισοκράτης.
Οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου έφεραν την ελληνική επιρροή στην Ανατολή, “εξάγοντας” τον ελληνικό πολιτισμό και μεταβάλλοντας την εκπαίδευση και τις κοινωνικές δομές των περιοχών αυτών. Ο Ισοκράτης ανέφερε στον Πανηγυρικό του: “οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους αλλά της διανοίας δοκείν είναι” . Ο Ελληνιστικός πολιτισμός είναι η εξέλιξη του κλασικού αρχαιοελληνικού πολιτισμού με παγκόσμιες προοπτικές. Παρομοίως, η ονομασία Έλληνας εξελίχτηκε από εθνική ονομασία σε πολιτιστικό όρο, που υποδήλωνε κάποιον που διήγαγε τη ζωή του σύμφωνα με τα ελληνικά ή
Το Σολέτο είναι μια από τις εννιά ελληνόφωνες πόλεις στην επαρχία της Απουλίας, στην Ιταλία. Οι κάτοικοι είναι απόγονοι του πρώτου κύματος του Ελληνικού Αποικισμού στην Ιταλία και τη Σικελία τον 8ο αιώνα π.Χ.. Η διάλεκτος που χρησιμοποιούν προέρχεται από την Δωρικήτων πρώτων αποίκων, αλλά αναπτύχθηκε ξεχωριστά από την Ελληνιστική Κοινή. Οι ίδιοι οι κάτοικοι αποκαλούνται Grekos, από το λατινικό Graecus, και θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες.
Η σύγχρονη αγγλική λέξη Greek προέρχεται από τη λατινική Graecus, η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την ελληνική Γραικός, το όνομα φυλής Βοιωτών που μετανάστευσε στην Ιταλία τον 8ο αιώνα π.Χ.. Με αυτό το όνομα ήταν γνωστοί οι Έλληνες στη Δύση. Ο Όμηρος, κατά την απαρίθμηση των βοιωτικών δυνάμεων στην Ιλιάδα (Κατάλογος των Νηών), παρέχει την πρώτη γραπτή αναφορά για μια πόλη της Βοιωτίας με το όνομα Γραία και ο Παυσανίας αναφέρει ότι Γραία ήταν το όνομα της αρχαίας πόλης της Τανάγρας. Η Κύμη, πόλη δυτικά της Νεάπολης και νότια της Ρώμης, ιδρύθηκε από Κυμείς και Χαλκιδείς, καθώς και κατοίκους της Γραίας. Στην επαφή τους με τους Ρωμαίους ίσως και να οφείλεται η λατινική ονομασία Graeci για όλες τις ελληνόφωνες φυλές.
Ο Αριστοτέλης, η αρχαιότερη πηγή που αναφέρει τη λέξη αυτή, δηλώνει ότι κατακλυσμός “σάρωσε” την κεντρική Ήπειρο, περιοχή της οποίας οι κάτοικοι αποκαλούνταν Γραικοί κι αργότερα ονομάζονταν Έλληνες. Στη Μυθολογία, ο Γραικός είναι ξάδερφος του Λατίνου και η λέξη μάλλον σχετίζεται με τη λέξη γηραιός, που ήταν ο τίτλος των ιερέων της Δωδώνης. Ονομάζονταν επίσης Σελλοί, κάτι που δείχνει τη σχέση μεταξύ των δυο βασικών ονομασιών των Ελλήνων. Η επικρατούσα θεωρία για τον αποικισμό της Ιταλίας είναι ότι τμήμα κατοίκων της Ηπείρου διέσχισαν τη Δωδώνη και μετοίκησαν στη Φθία και έγιναν γνωστοί ως Έλληνες, η φυλή που οδήγησε στην Τροία ο Αχιλλέας. Οι υπόλοιποι κάτοικοι αναμείχθηκαν με άλλες φυλές που κατέφτασαν αργότερα, χωρίς όμως να χάσουν το όνομά τους. Από εκεί ταξίδεψαν δυτικά προς την Ιταλία, πριν καταφτάσει το πρώτο κύμα αποικισμού στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία τον 8ο αιώνα π.Χ.
klik