«Αν οι άνθρωποι ακολουθήσουν αυτές τις ιδανικές συμπεριφορές ύπνου, είναι πιθανότερο να ζήσουν
περισσότερο. Αν μπορέσουμε να βελτιώσουμε συνολικά τον ύπνο και να αναγνωρίσουμε πως οι διαταραχές είναι σημαντικές, ίσως καταφέρουμε να αποτρέψουμε την πρόωρη θνησιμότητα» λέει ο συνεπικεφαλής της έρευνας, Δρ. Φρανκ Κιαν, κλινικός συνεργάτης στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ.Αρχικά, πρέπει να κοιμόμαστε επτά ή οκτώ ώρες κάθε βράδυ, ακόμη κι αν οι σύγχρονοι ρυθμοί ζωής δεν το επιτρέπουν, λένε οι ειδικοί. Ο ύπνος όμως πρέπει να είναι ουσιαστικός και όχι να παραμένουμε απλώς περισσότερες ώρες στο κρεβάτι, αλλά να κοιμόμαστε απρόσκοπτα και ξεκούραστα.
Αυτό σημαίνει πως για τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα, δεν πρέπει να ξυπνάμε κατά τη διάρκεια τού βραδινού ύπνου ή να δυσκολευόμαστε να κοιμηθούμε.
Επιπλέον, για τουλάχιστον πέντε ημέρες την εβδομάδα πρέπει να ξυπνάμε ξεκούραστοι το πρωί.
Τέλος, δεν πρέπει να παίρνουμε φάρμακα που μας βοηθούν να κοιμηθούμε.
«Δεν μιλάμε μόνο για ποιότητα και ποσότητα τού ύπνου, αλλά και για συχνότητα, το να κοιμόμαστε δηλαδή το ίδιο καλά τη μία νύχτα μετά την άλλη» εξηγεί ο Ρατζ Ντασγκούπτα, αναπληρωτής καθηγητής κλινικής ιατρικής στην Ιατρική Σχολή Keck του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας.
«Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει πως η αστάθεια στο χρόνο και τη διάρκεια τού ύπνου συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο εκδήλωσης καρδιαγγειακών νοσημάτων. Η προτροπή για τη διατήρηση ενός τακτικού προγράμματος ύπνου με σταθερή διάρκεια αποτελεί σημαντικό μέρος των συστάσεων στον τρόπο ζωής για την αποτροπή καρδιακών παθήσεων» προσθέτει.
Η μελέτη, τα προκαταρκτικά ευρήματα της οποίας παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο του Αμερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας, ανέλυσε δεδομένα από τουλάχιστον 172.000 ανθρώπους που απάντησαν σε ερωτηματολόγια για τον ύπνο την περίοδο 2013– 2018.
Σε κάθε μία από τις πέντε αυτές υγιεινές συνήθειες ύπνου -το να κοιμάται κανείς εύκολα, να μην ξυπνά τα βράδια, ο ύπνος να διαρκεί επτά με οκτώ ώρες, να ξυπνά ξεκούραστος και να μην παίρνει υπνωτικά- δόθηκε ένας αριθμός. Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να απαντήσουν σε πόσες από αυτές τις συνήθειες ανταποκρίνονταν.
Περίπου τέσσερα χρόνια αργότερα, οι ερευνητές συνέκριναν τα αποτελέσματα αυτά με τα στοιχεία του αρχείου εθνικού δείκτη θανάτων, ώστε να διαπιστώσουν αν κάποιες από αυτές τις συμπεριφορές ύπνου συνέβαλαν σε πρόωρο θάνατο από συγκεκριμένες ασθένειες ή οποιαδήποτε άλλη αιτία.
Στη συνέχεια, οι ερευνητές συνυπολόγισαν άλλες πιθανές αιτίες που αύξαναν τον κίνδυνο θανάτου, όπως η κατανάλωση αλκοόλ, το κοινωνικοοικονομικό στάτους και διάφορες παθήσεις.
Σε σύγκριση με τα άτομα που είχαν κανένα έως έναν ευνοϊκό παράγοντα ύπνου, εκείνοι που είχαν και τους πέντε είχαν 30% λιγότερες πιθανότητες να πεθάνουν για οποιονδήποτε λόγο.
Σε σύγκριση με τα άτομα που είχαν από μηδέν έως μία καλές συνήθειες ύπνου, όσα πληρούσαν και τις πέντε προϋποθέσεις, είχαν λιγότερες πιθανότητες
- κατά 30% να πεθάνουν από οποιονδήποτε λόγο,
- κατά 21% να πεθάνουν από καρδιαγγειακές ασθένειες,
- κατά 19% να πεθάνουν από καρκίνο και
- κατά 40% να πεθάνουν από άλλες αιτίες.
Οι άνδρες που ακολουθούσαν και τις πέντε αυτές συστάσεις καλού ύπνου, είχαν προσδόκιμο ζωής κατά 4,7 χρόνια μεγαλύτερο από τα άτομα που δεν είχαν κανένα ή μόνο ένα από τα πέντε στοιχεία ύπνου, σύμφωνα με τη μελέτη.
Στις γυναίκες, ο αντίκτυπος των υγιεινών συνηθειών ύπνου ήταν πολύ χαμηλότερος.
Όσες ακολουθούσαν και τις πέντε συνήθειες ύπνου κέρδισαν 2,4 χρόνια σε σύγκριση με εκείνες που δεν ακολουθούσαν καμία ή μόνο μία.