Γόργιανη Γρεβενών (φωτο 1991).
Η Γόργιανη είναι μία τοποθεσία στον νομό Γρεβενών, όπου υπάρχει ένα μοναστήρι στα διοικητικά όρια του Κηπουριού και κοντά στα σύνορα των χωριών Μοναχιτίου και Κρανιάς.
Αυτήν την ημέρα, κάθε Αγίου Πνεύματος συγκεντρώνονταν όλα τα γύρω χωριά, που εκτός από τα προαναφερόμενα ήταν και του Κοσματίου, του Μικρολιβάδου, της Πηγαδίτσας, του Σιταρά, του Τρικώμου, κατοίκων από την πόλη των Γρεβενών, ακόμη και από την (βλαχο)Μηλιά Μετσόβου.
Εκεί πηγαίναμε με τα πόδια από το χωριό Μοναχίτι σε μία διαδρομή πάνω από μιάμιση ώρα δρόμο. Ξεκινούσαμε πολύ πρωί με φορτωμένο το άλογο, όπου στην μία μεριά ήταν δεμένο το "σφάγιο"περασμένο στην ξύλινη σούβλα, και στην άλλη τρουβάδες και μαλάθες (πλεχτές καλάθες με χερούλι) με διάφορα ποτά και φαγώσιμα.
Όταν φθάναμε, οι γυναίκες συνήθως πηγαίνανε στο μοναστήρι για να ανάψουν ένα κερί και οι υπόλοιποι (άντρες και παιδιά) ξεφορτώναμε το άλογο, το δέναμε για να βοσκήσει και μετά πηγαίναμε να πιάσουμε το μέρος όπου θα στρώναμε τα παλιά κιλίμια και κουρέλια.
Η περιοχή δεν ήταν επίπεδη και όλοι σχεδόν έστρωναν σε πλαγιά. Εκεί κόβαμε ξύλα και ετοιμάζαμε τα παλούκια (στηρίγματα) για την σούβλα και δίπλα ανάβαμε την φωτιά από ξερά ξύλα του δάσους που τα λιανίζαμε με το τσεκούρι (απαραίτητο εργαλείο) για να ψήσουμε το "σφάγιο"και το κοκορέτσι. Το κάθε χωριό είχε και το μέρος του στην Γόργιανη.
Εμείς όταν είμασταν μικροί, όσο οι μεγάλοι έκαναν τις ετοιμασίες πηγαίναμε στο ρυάκι και παίζαμε με τους γυρίνους (βατράχια) ή πηγαίναμε σε μία πολύ ψηλή κερασιά (πάνω από οχτώ μέτρα) που ήταν κοντά στο μοναστήρι για να φάμε κανένα κεράσι. Εκεί βρίσκαμε κι άλλα παιδιά από άλλα χωριά.
Ξαναπηγαίναμε πάλι στο ρυάκι όταν μας έστελναν να τους φέρουμε νερό (το νερό εννοείται απο το ρυάκι κι όχι εμφιαλωμένο). Στα μετέπειτα χρόνια, το ρυάκι αυτό ήταν γεμάτο με κάσες μπύρες που τις είχαν βυθισμένες για να κρυώσουν.
Όταν μεγαλώσαμε αρχίσαμε και εμείς να βοηθάμε στις ετοιμασίες αλλά και να πάμε βόλτα σε όλο τον χώρο όπου βλέπαμε γνωστούς και μας καλούσαν για κέρασμα.
Η περιοχή ήταν μεγάλη, ο κόσμος πάρα πολύς και ή ατμόσφαιρα ήταν μόνο γιορτινή. Κόσμος πήγαινε από περέα σε παρέα και κερνιούνταν ρακή και μεζέδες που είχαν ετοιμάσει όλοι από τα σπίτια τους.
Έρχονταν και οι οργανοπαίχτες που θα έπαιζαν για το χωριό και κερνιούνταν από όλες τις παρέες μιάς και αυτοί δεν είχαν ετοιμασίες.
Η δική μας κομπανία, του Μοναχιτίου, ήταν η κομπανία του Τάκη Χαλκιά με το κλαρίνο, τον Θωμά Γκιουλέκα με το βιολί και τον Οδυσσέα (Τσέα) Τέγο με τον νταϊρέ. Αργότερα προστέθηκαν κι άλλα όργανα. Ο Τάκης ο Χαλκιάς ήξερε πως χόρευε ο καθένας και έπαιζε στον ρυθμό του.
Φιγούρα που δεν ξεχνιέται ήταν ο τελευταίος καλόγηρος της μονής, ο Θοδωρούλης όπου πήγαινε σε όλες τις παρέες και έπινε τσίπουρο με μεζέδες. Ήταν ένας μελαχροινός, ξερακιανός με απλό και ατιμέλιτο (σχεδόν λερωμένο) ράσο και στο κεφάλι φορούσε ένα σκουφί μοναχού.
Η περιοχή μοσχοβολούσε από την τσίκνα, όπως ψήνονταν τα σφάγια και τα κοκορέτσια. Όταν ετοιμάζονταν το ψητό τρώγαμε σχεδόν με τα χέρια χωρίς πιάτα. Στο αυτοσχέδιο "γήινο τραπέζι", εκτός από το ψητό και το κοκορέτσι, ήταν πίττες, τυρί, κεφτέδες, ψωμί και ότι είχε ετοιμασία ο καθένας.
Όταν τελειώναμε το φαγητό, έρχονταν τα όργανα και άρχιζε το γλέντι. Τα όργανα διάλεγαν και έρχονταν πρώτα στις γλεντζέδικες παρέες, από όπου ευελπιστούσαν να πάρουν πολλά κεράσματα (λεφτά). Δεν χρειαζότα και πολύ για να έρθεις στο κέφι, μιάς και για αυτό είχαν φροντίσει νωρίτερα όλα τα κεράσματα.
Το μέρος όπου έπιανε το χωριό μας το Μοναχίτι, ήταν και αυτό που γινόταν και το μεγαλύτερο γλέντι, μιάς και το χωριό ήταν ανέκαθεν γλεντζέδικο. Μουσικές χωρίς ηχεία, φωνές όπου τραγουδούσαν όλοι οι οργανοπαίχτες και χορευτές που θύμιζαν μαινάδες χορεύτριες μέσα στο δάσος. Αυτήν ήταν η ατμόσφαιρα. Να μην σας φανεί παράξενο πως χωρίς ηχεία (γιατί εννοείται πως ρεύμα δεν υπήρχε) το βιολί όχι μόνο ακούγονταν, αλλά σχεδόν ανταγωνίζονταν το κλαρίνο.
Το γλέντι κρατούσε πολύ ώρα, καθώς έπρεπε να γλεντήσει σχεδόν όλο το χωριό. Έρχονταν όμως η ώρα που το γλέντι τελείωνε και εμείς έπρεπε να μαζέψουμε τα πράγματα, να τα φορτώσουμε στο άλογο και να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής, πάλι με τα πόδια και μετά από μιάμιση και πλέον ώρα να φθάσουμε στο χωριό.
Αργότερα όταν έγινε ο αγροτικός δρόμος πηγαίναμε πάνω στην καρότσα στα λιγοστά φορτηγάκια που υπήρχαν στο χωριό. Εκεί, στην καρότσα δηλαδή, άνθρωποι, σούβλες, μαλάθες και κασόνια με μπύρες (πλέον) γινόταν ένα με τους ανθρώπους και την σκόνη από τον δρόμο. Και πάλι όμως το γλέντι ήταν το ίδιο.
Σήμερα το έθιμο έχει σχεδόν εξασθενήσει και εκτός από τον εκκλησιασμό, οργανώνεται προσφορά φαγητού σε καζάνια, από τον Πολιτιστικό Σύλογο Κηπουριού με δωρεές από κτηνοτρόφους (γίδες, μουνούχια κλπ).
Στην φωτογραφία εγώ με τον θείο Χριστάκη Τσογιάννη που χορεύει μπροστά και τον Αθανάσιο Τζιουβάρα που τον κρατάει. Από την κομπανία, στο κλαρίνο ο Τάκης Χαλκιάς και στο βιολί ο Θωμάς Γκιουλέκας.
Χρόνια πολλά σε όλους.