Ένας πολλά υποσχόμενος κλάδος της ζωικής παραγωγής είναι η πτηνοτροφία για την χώρα μας, η οποία
χρόνο με το χρόνο εξελίσσεται και την καθιστά αυτάρκη σε προϊόντα κοτόπουλου σε ποσοστό 75%, με πολύ μεγάλη διαφορά από το χοίρειο και το βόειο. Παράλληλα, τα τελευταία λίγα χρόνια, έχοντας ως ατού την ποιότητα, αναπτύσσει και έναν εξαγωγικό προσανατολισμό, κάνοντας τα πρώτα βήματά της δειλά δειλάΗ δυναμική του κλάδου αποτυπώνεται και στον ετήσιο τζίρο των μεταποιητικών επιχειρήσεων, ο οποίος ανέρχεται σε 1,2 δισ. ευρώ αποδίδοντας τεράστια έσοδα στην ελληνική οικονομία, απασχολεί περί τους 5.000 εργαζόμενους, ενώ η ετήσια παραγωγή κρέατος πουλερικών το 2022 εκτιμάται ότι ανήλθε περίπου στους 283 χιλιάδες τόνους.
Όμως τα τελευταία δυο χρόνια η πτηνοτροφία όπως άλλωστε και όλος ο πρωτογενής τομέας, δέχτηκε μεγάλο πλήγμα από την αύξηση του κόστους παραγωγής και ειδικότερα την άνοδο των τιμών των ζωοτροφών, η οποία έφερε ετήσια επιβάρυνση στον κλάδο το 2021 πάνω από τα 50 εκατομμύρια ευρώ και το 2022 πάνω από τα 100 εκατομμύρια ευρώ.
Επιπλέον το κόστος επιβαρύνθηκε με την αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας και των καυσίμων, μια επιβάρυνση που όπως εκτιμάται ανέβασε το κόστος παραγωγής ακόμα και τέσσερις φορές επάνω.
Σταδιακή η ανοδική πορεία
«Τα τελευταία χρόνια η παραγωγή κοτόπουλου στην Ελλάδα είναι σε μια σταδιακή ανοδική πορεία, με πολύ καλές προοπτικές», λέει στον ΟΤ ο γενικός διευθυντής του Αγροτικού Πτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Ιωαννίνων «Πίνδος», επισημαίνοντας ότι το 2021 και κυρίως το 2022 τόσο οι παραγωγοί όσο και οι επιχειρήσεις δέχτηκαν μεγάλη επίθεση από την αύξηση του κόστους παραγωγής και της ενεργειακής κρίσης.
«Οι επιβαρύνσεις αυτές ήταν αρκετών δεκάδων εκατομμυρίων για τις επιχειρήσεις και τους παραγωγούς. Παρόλα αυτά ο κλάδος κατάφερε το 2022 να αντέξει όλη αυτή την πίεση μετακυλώντας ένα μέρος του κόστους παραγωγής στην αγορά ενώ ένα μεγάλο μέρος της επιβάρυνσης απορρόφησαν οι παραγωγοί», εξηγεί ο κ. Λάζαρος Τσακανίκας.
Το 2023 όπως υπογραμμίζει ο γενικός διευθυντής της «Πίνδος» φαίνεται να υπάρχει μία μικρή αποκλιμάκωση στις τιμές των ζωοτροφών, χωρίς όμως να φαίνεται αν αυτή θα έχει διάρκεια ή είναι ευκαιριακή: «Αυτό θα εξαρτηθεί από τις νέες σοδειές στα σιτάρια του Ιουλίου και στα καλαμπόκια τον Οκτώβριο. Από κει θα εξαρτηθεί αλλά και από την σχέση του ευρώ με το δολάριο για τις εισαγωγές που γίνονται από τρίτες χώρες».
Πάντως, σύμφωνα με τον κ. Τσακανίκα, όπως όλα δείχνουν η κατανάλωση κοτόπουλου θα αυξηθεί, κάτι στο οποίο συμβάλουν και οι συνεχόμενες προσφορές τις αλυσίδες των σούπερ μάρκετ, καθώς «το περισσότερο διάστημα το ολόκληρο χύμα κοτόπουλο είναι κάτω από 3 ευρώ/κιλό και αυτό βοηθάει», σημειώνει.
Τα νούμερα …μιλούν
Ένας από τους πλέον δυναμικούς κλάδους της ελληνικής κτηνοτροφίας είναι η κρεοπαραγωγός πτηνοτροφία, η οποία και χαρακτηρίζεται από έναν από τους μεγαλύτερους βαθμούς καθετοποίηση.
Βάσει των καταχωρημένων στοιχείων στην εφαρμογή «Άρτεμις» του ΕΛΓΟ-Δήμητρα, στην οποία καταγράφονται οι πραγματοποιηθείσες σφαγές στα εγκεκριμένα σφαγεία, το 2021 οδηγήθηκαν για σφαγή περίπου 138 εκατ. ορνίθια κρεοπαραγωγής αποδίδοντας περίπου 260 χιλιάδες τόνους κρέατος. Τα ορνίθια αυτά εκτράφηκαν σε 1.117 πτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις.
Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Αγροτικής Στατιστικής και Τεκμηρίωσης του ΥπΑΑΤ η ετήσια παραγωγή κρέατος πουλερικών το 2022 εκτιμάται ότι ανήλθε περίπου στους 283 χιλιάδες τόνους, εκ των οποίων το 98,5% δηλαδή περίπου οι 279 χιλιάδες τόνοι αφορά σε κρέας ορνίθων. Από αυτούς περίπου οι 271 χιλιάδες τόνοι προέρχεται από συστηματικές μονάδες εκτροφής ορνιθίων κρεοπαραγωγής. Το 80% περίπου της συνολικής παραγωγής κρέατος ορνιθίων διοχετεύεται στην αγορά από μόλις 10 επιχειρήσεις και παράγεται από αυτές και τους συνεργαζόμενους με αυτές παραγωγούς.
Το 2022 σύμφωνα με στοιχεία της υπηρεσίας υπολογίζεται ότι τοποθετήθηκαν για εκτροφή περίπου 153 εκατομμύρια νεοσσοί ορνιθίων κρεοπαραγωγής.
Παράλληλα, χωροταξικά ο κύριος όγκος της παραγωγής του κρέατος ορνιθίων από συστηματικές εκτροφές βρίσκεται στις περιφέρειες Ηπείρου, Κεντρικής Μακεδονίας και Στερεάς Ελλάδας, στις οποίες παράγεται το 53%, το 22,8% και το 18,7% αντίστοιχα (εκτιμήσεις 2022).
Η χωροταξική κατανομή της παραγωγής κρέατος ορνιθίων από συστηματικές εκτροφές βάσει εκτιμήσεων για το 2022 παρουσιάζεται στον πίνακα που ακολουθεί.
Έλεγχος των εισαγωγών
Ένα από τα πάγια αιτήματα των πτηνοτρόφων αποτελεί ο έλεγχος των εισαγωγών, καθώς η αναγραφή στα προϊόντα που παρασκευάζονται με εισαγόμενα προϊόντα, της χώρας προέλευσης.
«Ο Έλληνας θεωρεί ότι καταναλώνει ελληνικά προϊόντα, τα οποία όπως έχουν δείξει όλες οι έρευνες, τα προτιμά. Έτσι, και το τελικό προϊόν που φθάνει στον καταναλωτή είτε είναι κοτόπουλο είτε παρασκευάσματα πρέπει να αναφέρουν επάνω την προέλευσή τους, από ποια χώρα προέρχεται. Οι γύροι για παράδειγμα δεν γράφουν αν έχουν παρασκευαστεί από ελληνικό κοτόπουλο ή όχι», υπογραμμίζει ο γενικός διευθυντής της «Πίνδος».
Πρώτα βήματα στις εξαγωγές
Μικρά αλλά σταθερά βήματα γίνονται και στις εξαγωγές. Μπορεί οι ποσότητες προς εξαγωγή να είναι σχετικά μικρές όμως όπως όλα δείχνουν ο κλάδος αποκτά δυναμική χρόνο με το χρόνο.
«Πριν από 5 χρόνια ούτε που το συζητούσαμε ότι μπορούσαμε να κάνουμε εξαγωγές. Η ποιότητα όμως των ελληνικών κοτόπουλων υπερτερεί και όπου έγιναν δοκιμές να εξαχθούν προϊόντα κοτόπουλου και παρασκευάσματα, είδαμε ότι προχωρά με καλούς ρυθμούς. Οι εξαγωγές με στοιχεία από τις εταιρείες κυμαίνονται από 3% έως 8 με 10%. Μπορεί να είναι μικρό το ποσοστό αλλά κάθε χρόνο σταδιακά ανεβαίνει», τόνισε στον ΟΤ ο κ. Τσακανίκας.
Τα εμπόδια
Όμως δεν είναι όλα ρόδινα για την πτηνοτροφία, που εκτός από το αυξημένο κόστος των ζωοτροφών και της ενέργειας, βασικά ζητήματα παραμένουν άλυτα.
Ένα από αυτά όπως μας λέει ο κ. Τσακανίκας, είναι ότι τα τελευταία 2 χρόνια δεν μπορούν να ενταχθούν στον αναπτυξιακό νόμο επενδυτικά σχέδια που αφορούν την ίδρυση νέων μονάδων ή την επέκταση υφιστάμενων μονάδων.
Και αυτό μάλιστα, όπως εξηγεί ο κ. Τσακανίκας, συμβαίνει την στιγμή που υπάρχει έντονο ενδιαφέρον από πτηνοτρόφους να υλοποιήσουν επενδυτικά προγράμματα, όπως στην περίπτωση των παραγωγών – μελών της «Πίνδου», να δημιουργήσουν καινούργια και σύγχρονα πτηνοτροφεία αλλά αποκλείονται από τον αναπτυξιακό νόμο. «Έτσι, κάθε πτηνοτρόφος για να εκσυγχρονίσει την εκμετάλλευσή του θα πρέπει να βρει τα χρήματα μόνος του, να πάρει δάνειο κτλ., με όλες τις δυσκολίες που θα συναντήσει».
Παράλληλα, ο τομέας των πτηνοτρόφων ζητά να υπάρξουν κίνητρα και επιχορηγήσεις ώστε να αυξηθεί η παραγωγή κοτόπουλου στην Ελλάδα και να αποκτήσει επάρκεια που θα φτάνει ακόμα και πάνω από το 90%. «Τώρα είμαστε στο 75% της αυτάρκειας, αλλά το ποσοστό αυτό μπορεί να ανέβει ακόμα και στο 90%, εφόσον υπάρξουν κίνητρα», συμπληρώνει.